
Η Δρ. Ελένη Σ. Νικήτα στο
βιβλίο ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΟΛ ΓΕΩΡΓΙΟΥ μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Ο Γεώργιος Πολυβίου
Γεωργίου αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μορφές της
σύγχρονης κυπριακής τέχνης. Καλλιτέχνης με πλούσια
μορφοπλαστική φαντασία, απαλλαγμένη από οποιουσδήποτε
περιορισμούς, με δυνατό όραμα, ικανότητα οξείας
διεισδυτικότητας και έμφυτη αισθητική, κατόρθωσε να
εκφράσει την πηγαία του έμπνευση με μια εντελώς
προσωπική εικαστική γλώσσα, αποτέλεσμα μιας δικής του
περιπέτειας στους ατελείωτους δρόμους της τέχνης.
Για
την ιστορία της σύγχρονης κυπριακής τέχνης, ο Γεωργίου
αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της. Όχι μόνο
για τον πλούτο και τη δύναμη του έργου του, αλλά και
γιατί υπήρξε ο καλλιτέχνης που
έφερε την Κύπρο της δεκαετίας του ‘40 και του ‘50 πιο
κοντά στις ιστορικές πρωτοπορίες του ευρωπαϊκού
μοντερνισμού. Ο Γεωργίου ήταν αυτοδιδάχτος. Ποτέ δεν φοίτησε
σε Ακαδημία Καλών Τεχνών. Όμως, «είδε», όπως αναφέρει
χαρακτηριστικά, ο Αδαμάντιος Διαμάντης
«από
την αρχή το τέλος… Ποτέ δεν εδιδάχθη ζωγραφική, δεν
επιχείρησε να τη μάθει σχολαστικά και ακαδημαϊκά, αλλά
σαν γεννημένος αισθητικός, επεχείρησε
από την αρχή να κάνει εικόνες». Η παρατήρηση αυτή του
Διαμαντή είναι καίρια και κατατάσσει το Γεωργίου στη
στρατιά των δημιουργών που δεν γίνονται, αλλά γεννούνται
καλλιτέχνες.
Σημαντικό στοιχείο
που εισάγει σε κάποια έργα του από το 1957 είναι ένα
ομιχλώδες πέπλο που καλύπτει το έργο, διαλύοντας τα
έντονα περιγράμματα και κατεβάζοντας τους χρωματικούς
τόνους. Τα έργα αυτά κερδίζουν σε εσωτερικότητα και
αποκτούν μια μεταφυσική διάσταση. Σύμφωνα με πληροφορία
που μου έχει δώσει ο Κ. Δημητράκης Πιερίδης, ο Γεωργίου
του αποκάλυψε ότι κατόρθωνε να δώσει το ομιχλώδες αυτό
πέπλο επικαλύπτοντας τον πίνακα με ένα στρώμα διαλυμένης
σκόνης άμμου. Τέτοια έργα είναι, μεταξύ άλλων, το «Τρεμετουσιά»
(1957), ο «Μιναρές» (1959), «Εκκλησία Αγίου Ιακώβου στο
Τρίκωμο» (1959), «Γυμνό» (περ.1961/62) και «Γυμνό»
(1964).»
Σε αυτή τη
κατηγορία των έργων ανήκει και το έργο που παρουσιάζουμε
«Δρόμος στη παλιά Λευκωσία» (1957) |